Σε πρόσφατη συνάντηση στο Λονδίνο είχα την τύχη να συνομιλήσω με την Λένα Δραγούμη, σύζυγο του Μάρκου Δραγούμη. Ο Μάρκος Δραγούμης (1926-2011), ήταν Έλληνας αρθρογράφος και συγγραφέας και συνδεόταν με τον Γιώργο Σεφέρη μέσω της θείας του που ήταν παντρεμένη με τον Νομπελίστα ποιητή. Η κυρία Δραγούμη σήμερα ζεί στο Λονδίνο και έχει ιδρύσει στην Αθήνα την Στέγη Μάρκου Δραγούμη σε ένα παραδοσιακό αρχοντικό σπίτι στό κέντρο των Αθηνών (Μαιζωνος 38) στην μνήμη του Μάρκου Δραγούμη και των φιλελεύθερων ιδεών του. Το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών-Μάρκος Δραγούμης εστιάζεται στην Στέγη Μάρκου Δραγούμη.
Η οικογένεια Δραγούμη επισκέφθηκε την Αμμόχωστο το καλοκαίρι του 1973 σαν φιλοξενούμενη του Βαρωσιώτη ευπατρίδη Ευάγγελου Λουίζου. Η Λένα Δραγούμη έχει ευχάριστες αναμνήσεις απο την παραμονή της στο Βαρώσι. Η οικογένεια της διέμενε στο ξενοδοχείο Κίγκ Τζιώρτζ, δίπλα απο το καλοκαιρινό εξοχικό του Ευάγγελου Λουίζου , γνωστό σαν “η παράγκα του Λουίζου”.
Η παράγκα ήταν χτισμένη μεταξύ του ξενοδοχείου Κίγκ Τζιώρτζ και του παραθαλάσσιου κέντρου Ακταίον.
Αλλοι προσκεκλημένοι ήταν η χήρα του Σεφέρη, Μαρίκα, με την κόρη της Αννα Κρινού. Οι φωτογραφίες της παρούσας ανάρτησης είναι ευγενής παραχώρηση της κυρίας Δραγούμη.
Πολύτιμες πληροφορίες για την ζωή του Ευάγγελου Λουίζου μας παραθέτει ο ερευνητής/συγγραφέας Γιάγκος Κλεόπας ο οποίος ευγενικά παραχώρησε το παρακάτω αδημοσίευτο του σύγγραμμα. Γράφει ο Γιάγκος Κλεόπας:
Ο Ευάγγελος Λουίζος (1913-1993) είναι ο τελευταίος γόνος, ίσως της πιο εύπορης και παλιάς οικογένειας της Αμμοχώστου, με αριστοκρατική καταγωγή από τους Αγγελάτους της Κεφαλληνίας. Γεννήθηκε το 1913. Παππούς του ήταν ο Χατζηβαγγέλης Λοΐζου (1840-1909), Δήμαρχος 1879-1882, εισήγαγε τη μανταρινιά το 1870, εκ των ιδρυτών το 1900 και πρώτος διευθυντής του Ταμιευτηρίου Σαλαμίς. Πατέρας του ο Λούης Ε. Λουίζου (1877-1941). Ο Λούης άλλαξε το όνομα από Λοΐζου σε Λουίζου, ενώ αργότερα ο Ευάγγελος το μετέτρεψε σε Λουίζος. Μητέρα του η Κλειώ Δ. Δημητρίου από γνωστή οικογένεια της Λάρνακας, η οποία πέθανε 40 μέρες μετά τον τοκετό στη Λευκωσία, σε ηλικία γύρω στα 27, και έτσι ο Ευάγγελος δεν γνώρισε μητέρα.
Αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Ευάγγελος σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Λονδίνο, αλλά ουδέποτε άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα, παρόλο που διατήρησε το γραφείο του πατέρα του στην περιοχή των Δικαστηρίων. Ο Ευάγγελος ήταν μεγαλοκτηματίας και επίσης ασχολείτο με την αγελαδοτροφία και την παραγωγή γάλακτος.
Εφημερίδα του Νοεμβρίου 1936 μας πληροφορεί: «Ο πλήρης μέλλοντος νέος δικηγόρος κ. Ευάγγελος Λ. Λοΐζου και η αβρά Δνις Αλίκη Δ. Σολωμονίδου έδωσαν αμοιβαίαν υπόσχεσιν γάμου». Ο αρραβώνας διαλύθηκε ύστερα από μερικά χρόνια. 25 περίπου χρόνια αργότερα, το 1962, ο Ευάγγελος παντρεύτηκε την κατά πολύ νεότερή του Γερμανίδα ζωγράφο Astrid Nehrig, όμως ο γάμος δεν κράτησε πολλά χρόνια.
Το 1937 φοίτησε με τον Οδυσσέα Ελύτη στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Το 1940 κατετάγη στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στο αλβανικό και μακεδονικό μέτωπο. Μετά τη γερμανική κατοχή, υπηρέτησε ως εθελοντής στον αγγλικό στρατό, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική, και εκτελούσε καθήκοντα συνδέσμου μεταξύ του ελληνικού και του αγγλικού στρατού.
Ο ευπατρίδης, κοσμοπολίτης, μαικήνας Ευάγγελος Λουίζος έγινε γνωστός τόσο στην πόλη του όσο και ανά το παγκύπριο για την εκκεντρικότητα, τις ιδιορρυθμίες, την αριστοκρατική ιδιοσυγκρασία, αλλά και για την αξιόλογη προσφορά του στον πολιτισμό και την ανάπτυξη της Αμμοχώστου.
Υπήρξε μέλος της Ανόρθωσης για πολλές δεκαετίες. Το 1957 ιδρύεται η Εταιρεία Φίλων και Ερευνητών της Αμμοχώστου με πρωτοβουλία των Ανδρέα Πούγιουρου, Γιάννη Αναγνωστοπούλου, Ευάγγελου Λουίζου, Μήτσιου Μαραγκού, Κώστα Κύρρη, Παναγιώτη Κυδωνοπούλου, Γιώργου Φιλίππου-Πιερίδη και άλλων, με σκοπό την προαγωγή της ιστορικής έρευνας και γενικότερα την προβολή του πολιτισμού της Αμμοχώστου. Ο Ευάγγελος ήταν πρόεδρος του Οργανισμού Αναπτύξεως και Προόδου Πόλεως και Επαρχίας Αμμοχώστου, όπως μας θυμίζει ο Αντώνης Ηλιάκης: «και έμμισθος γραμματεύς ήμουν εγώ, με ηγεμονικό μηνιάτικο δέκα λιρών – σοβαρό ποσό τότε [δεκαετία 1950], αφού πλήρωνα τρεις λίρες μηνιαίως για δικό μου δωμάτιο». Άλλα μέλη της επιτροπής ήταν ο Μήτσος Μαραγκός, ο Μιχαήλ Μοντάνιος, ο Πόπας Κλεόπας, ο Πρόδρομος Παπαβασιλείου, ο Χαρίλαος Παντελίδης, ο Τάκης Γεωργίου κ.ά.
Ασχολήθηκε με ιστορικές έρευνες και ίδρυσε το 1966, με προτροπή του Σεφέρη, τον εκδοτικό οίκο Les editions L’ Oiseau με αξιόλογες εκδόσεις, όπως Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη, που τυπώθηκε για πρώτη φορά στις Βρυξέλλες το 1971, απευθείας από φωτοτυπημένο χειρόγραφο, με την υπογραφή του ποιητή και με επιμέλεια του Jos Adam. Ο οίκος εξέδιδε κυπρολογικά κυρίως βιβλία, πολλά από τα οποία δώριζε σε ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες. Επανέκδωσε το μεσαιωνικό Xρονικό του Λεοντίου Mαχαιρά, τον Etienne de Lusignan, Description de toute l’ile de Cypre, τον Camille Enlart, L’art gothique et la Renaissance en Chypre κ.ά. Το τελευταίο μεγάλο έργο που είχε αναλάβει πριν την εισβολή ήταν οι 12 τόμοι του έργου του de Mas Latrie που αφορά την ιστορία της μεσαιωνικής Κύπρου. Πολλά από τα πολύτιμα αυτά βιβλία έμειναν στο λιμάνι της Αμμοχώστου κατά την εισβολή του 1974 και άλλα στο Βέλγιο όπου γινόταν η εκτύπωση.
Ο ίδιος συνέγραψε συλλογή ποιημάτων, αρχικά πολυγραφημένη με τίτλο Ραψωδίες – Δύο ή Τα Ποιήματα του Σολωμού Χατζηστυλλή (ψευδώνυμο), που το 2016 εκδόθηκε με τον τίτλο Σχέδιο για έξι Ραψωδίες, με πρωτοβουλία της Κλειώς Γ. Χατζηκώστα (εξαδέλφης του Ευάγγελου) και επιμέλεια του Πολύβιου Νικολάου. Έγραψε και επιστημονικές μελέτες: Ανέκδοτοι Επιστολαί του δραγομάνου της Κύπρου Χατζηγεωργάκη Κορνεσίου, ΚΕΕ, Επετηρίς IV 1970-1971, και Ανέκδοτα Γράμματα (1779-1793) του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσάνθου, 1972.
Ήταν υπερήφανος για την επτανησιακή καταγωγή του και κατέβαλε πολλές προσπάθειες να εντοπίσει και καταγράψει λεπτομέρειες. Oι έρευνες που διεξήγαγε στο Κρατικό Αρχείο Βενετίας και στα αρχεία της Κέρκυρας έφεραν στο φως πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλληλογραφία του προγόνου του, Παναγή Αγγελάτου από την Άσσο της Κεφαλληνίας, Προξένου της Επτανήσου Πολιτείας και γιατρού στη Λάρνακα, με τον πρόεδρο της Γερουσίας της Επτανήσου Πολιτείας κόμη Αντώνιο Κομούτο το 1806 και με τον Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας (από το 1803) και αργότερα Κυβερνήτη της Ελλάδας (1828-1831) κόμη Ιωάννη Καποδίστρια (με καταγωγή από την Κύπρο από πλευράς της μητέρας του Αδαμαντίνας Γονέμη).
Ο Ευάγγελος Λουίζος αναφέρεται στα έργα πολλών Ελλήνων λογοτεχνών, σε μερικά μάλιστα πρωταγωνιστεί ή είναι ο ήρωας. Γράφει ο Ευριπίδης Κλεόπας: «Ο Ανδρέας Καραντώνης τον αποκαλεί «Κύπριο πατριώτη, συνειδητό Έλληνα». Ο Αριστείδης Κουδουνάρης λέει ότι ο Ευάγγελος Λουίζος είναι ο ηγέτης της Κύπρου, χωρίς να έχει κανένα αξίωμα για να το κάνει αυτό. Στο ημιτελές μυθιστόρημα του Γ. Σεφέρη «Βαρνάβας Καλοστέφανος», πρωταγωνιστής είναι ο Ευάγγελος Λουίζος. Αναφέρεται επίσης στα «Τετράδια Ημερολογίου» του Γιώργου Θεοτοκά, ενώ πρωταγωνιστεί και στην «Ιερά Οδό» του Θεοτοκά, καθώς ο άνθρωπος με το ταξί που πάει για να καταταγεί στο μέτωπο, δεν είναι άλλος από τον Ευάγγελο Λουίζο. Στο ποίημα του Γ. Σεφέρη «Έγκωμη», είχε άμεση συμμετοχή, όπως άλλωστε γίνεται φανερό από την αλληλογραφία τους. Ανέκδοτα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, αφιερωμένα στον Ευάγγελο. «Προς τον Ευάγγελον Λουίζον ευρισκόμενον εν Αμμοχώστω»… Για να μην αναφερθώ στο έργο νεότερων συγγραφέων όπως η Νίκη Μαραγκού. [Είναι ο πάνθηρας ζωντανός;]. Κατά τον Γιώργο Ευστρατιάδη, ο Ευάγγελος Λουίζος, είναι ο ευγενής ευπατρίδης και ελληνολάτρης, που δεν υπήρξε ούτε ποιητής, ούτε συγγραφέας ούτε καν ερευνητής. Ήταν ο αρχοντάνθρωπος του πνεύματος, ο αριστοκράτης της διανόησης».
Ανέπτυξε στενή φιλία με τους Ελύτη και Σεφέρη, τους οποίους φιλοξένησε αρκετές φορές στο περίφημο αρχοντικό του στην οδό Ηρακλέους 14 και στην Παράγκα (ή Bungalow), το εξοχικό στην ωραία παραλία της πόλης. Ήταν επίσης φίλος και συνδεδεμένος με τον Κατσίμπαλη, τον Θεοτοκά και πολλούς άλλους Έλληνες και ξένους κορυφαίους πνευματικούς ανθρώπους.
Μετά την εισβολή, βρέθηκε πρόσφυγας στη Λευκωσία και για μια δεκαετία (1974-1984) εργάστηκε ως Πολιτιστικός Ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία, θέση στην οποία υπηρέτησαν και αξιόλογες μορφές των ελληνικών γραμμάτων. Το τελευταίο διάστημα της πολυκύμαντης και πολυσήμαντης ζωής του, ο Ευάγγελος ζούσε σε κακή κατάσταση υγείας, περιορισμένος στο διαμέρισμα της οδού Σπύρου Λάμπρου 1 και λεωφόρου Δημοσθένη Σεβέρη.
Στις 17.3.1993, ο άρχοντας αυτός της Αμμοχώστου, αλλά και πρωτεργάτης των γραμμάτων και των τεχνών, άφησε την τελευταία του πνοή, μακριά από την αγαπημένη του Αμμόχωστο, όπου εκείνος και οι πρόγονοί του έζησαν εποχές ευμάρειας και δόξας, ενώ παράλληλα πρόσφεραν πολλά και σημαντικά στην πόλη τους. Τάφηκε στο κοιμητήριο του χωριού Φικάρδου, αντί στον εντυπωσιακά ωραίο, μαρμάρινο τάφο-μνημείο της οικογένειας στην Αμμόχωστο.
ΣΕΦΕΡΗΣ, ΕΛΥΤΗΣ κ.ά.
Πιο γνωστός, όμως, ο Ευάγγελος υπήρξε χάρη στην εγκάρδια φιλία που τον συνέδεε του με τους νομπελίστες Έλληνες ποιητές Σεφέρη και Ελύτη, αλλά και με πολλούς άλλους γνωστούς Έλληνες και ξένους λογίους, συγγραφείς, καλλιτέχνες κλπ. Τους φιλοξενούσε στο σπίτι του και τους ξεναγούσε σε διάφορα ενδιαφέροντα σημεία της Κύπρου.
Γράφει ο Θεοδόσης Νικολάου: «Η πόλη μας είχε την ευτυχία και τη χαρά να φιλοξενήσει σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους, κι ανάμεσα σε πολλούς άλλους, τους ποιητές Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη. Καλεσμένοι στην Κύπρο από το φίλο τους κ. Ευάγγελο Λ. Λουίζο έμειναν στο «σπίτι που πάει να γίνει φυτό», όπως έγραψε ο Σεφέρης, για το ωραίο αρχοντικό της οδού Ηρακλέους. Το γεγονός έχει μεγάλη σημασία, γιατί καρπός αυτής της παραμονής είναι τα ποιήματα του Σεφέρη «…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…» ή όπως αργότερα, δυστυχώς, μετονόμασε το βιβλίο του «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄», που αναφέρονται στον κόσμο της Κύπρου. Αλλά και στον Ελύτη ανιχνεύουμε τις εμπειρίες της Κύπρου όπως στη «Μαρία Νεφέλη» και σε άλλα του κείμενα».
Σεφέρης
Ο Λουίζος και ο Σεφέρης πρωτογνωρίστηκαν τη δεκαετία 1930, όταν ο πρώτος σπούδαζε στην Αθήνα. Ξανασυναντήθηκαν στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ως διπλωμάτης, ο Σεφέρης ταξίδεψε σε πολλές χώρες, όπως την Τουρκία, το Λονδίνο, τον Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ και την Ιορδανία, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στις 6 Νοεμβρίου 1953, πραγματοποίησε την πρώτη του επίσκεψη στην Κύπρο, η οποία διήρκεσε 34 μέρες. Ο Λουίζος είναι ο άνθρωπος που παρακίνησε τον Σεφέρη να επισκεφθεί την Κύπρο, τον φιλοξένησε και τον ξενάγησε σε πολλά πολιτιστικά μνημεία – κυρίως την Έγκωμη και τη Σαλαμίνα, όπου ο Σεφέρης εντυπωσιάστηκε από τη φυσική ομορφιά και τα αρχαιολογικά μνημεία, που τα εξυμνεί σε πολλά ποιήματά του. Επίσης ήλθε σε επαφή με τους ντόπιους κατοίκους και έπαιρνε σημειώσεις για την κυπριακή διάλεκτο. Δήλωσε ότι βρήκε έθιμα που μόνο από παιδί είχε γνωρίσει. Έβγαλε 145 φωτογραφίες ναών, αρχαιοτήτων, μνημείων, προσώπων, τοπίων, χωριών και πόλεων. Όταν το 1953 ο Σεφέρης επισκέφθηκε την Έγκωμη με τον Λουίζο, έγραψε το ποίημα Έγκωμη στη συλλογή του Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν… Ακολούθησαν ταξίδια τον Σεπτέμβριο του 1954 και τον Σεπτέμβριο του 1955, οπότε επίσης φιλοξενήθηκε από τον Λουίζο για λίγες βδομάδες, και μια σύντομη επίσκεψη το 1969 (έφθασε στη Λεμεσό με το πλοίο Απολλώνια).
Σημαντική είναι και η αλληλογραφία μεταξύ Σεφέρη και Λουίζου, μέρος της οποίας έχει δημοσιευτεί σε βιβλία, π.χ. Φώτης Δημητρακόπουλος, Σεφέρης, Κύπρος, επιστολογραφικά και άλλα, 2000. Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν και πολλές φωτογραφίες του Σεφέρη και του Λουίζου από τις περιοδείες τους στην Κύπρο (στο εξώφυλλο η φωτογραφία του Σεφέρη με τον Λουίζο στον Αγιο Ιλαρίωνα το 1953) καθώς και κείμενα για το αρχοντικό του Λουίζου, τον έρωτά του με την Astrid Nehrig, κάποια έργα του, και πληροφορίες από τα ταξίδια του Σεφέρη στην Κύπρο.
Τον Αύγουστο 1954 ο Σεφέρης αρχίζει να γράφει το μυθιστόρημά του Βαρνάβας Καλοστέφανος, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, το οποίο διαδραματίζεται στην Κύπρο με πρωταγωνιστή τον Λουίζο. Αλλά και στο ποιητικό του έργο εμπλέκεται ο Λουίζος μερικές φορές.
Ο Σεφέρης αποκαλούσε τον αρχοντάνθρωπο του Βαρωσιού «μάστρο». Ο Λουίζος ήταν η αιτία που ο Σεφέρης αγάπησε τόσο πολύ την Κύπρο, σαν δεύτερη πατρίδα του. Τη δεκαετία του 1950, αλλά και όταν ήταν Πρέσβης της Ελλάδας στο Ηνωμένο Βασίλειο, την περίοδο πριν από τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, ασχολήθηκε με το Κυπριακό. Η αγάπη του για την Κύπρο εκφράζεται με διάφορους τρόπους σε πολλά ποιήματά του (τα κυπριακά ποιήματα), καθώς και στα ημερολόγια και την αλληλογραφία του.
Ελύτης
Το 1937, την εποχή του δικτατορικού καθεστώτος Μεταξά, ο Ευάγγελος Λουίζος και ο Οδυσσέας Ελύτης συνυπηρέτησαν για 9 μήνες στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας («απομονωμένος επάνω στο Φρούριο», γράφει ο Ελύτης στα Ανοιχτά χαρτιά). Η φιλία τους διατηρήθηκε για πολλά χρόνια. Σε διάφορα βιβλία για τον Ελύτη συχνά αναφέρεται και ο Λουίζος, μαζί με άλλους φίλους του Ελύτη, όπως ο Lawrence Durrell, ο Εμπειρίκος, ο Καραγάτσης, ο Κερκυραίος λόγιος και δημοσιογράφος Κώστας Δαφνής και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Μάλιστα ο Λουίζος, «ο νεαρός εύπορος δικηγόρος από την Αμμόχωστο» χρηματοδότησε το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, γύρω από το οποίο ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί λόγιοι που αργότερα ονομάστηκαν «γενιά του ’30».
Χρόνια αργότερα ο Ευάγγελος φιλοξένησε τον Ελύτη όταν επισκεπτόταν την Κύπρο, στο αρχοντικό του. Εκεί εμπνεύστηκε και εργάστηκε για τις ποιητικές συλλογές του Μαρία Νεφέλη, Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη Ομορφιά και Το Μονόγραμμα.
Άλλοι
Πέρα τους δύο μεγάλους νομπελίστες ποιητές, ο Λουίζος διατηρούσε, από τα νιάτα του, φιλικούς δεσμούς και με πολλούς άλλους ανθρώπους των γραμμάτων από την Ελλάδα, όπως ο Κατσίμπαλης, ο Καραντώνης, ο Αντωνίου, ο Γ. Π. Σαββίδης, ο Θεοτοκάς. Από τη δεκαετία του 1930 αποτελούσε μέλος του κύκλου του λογίου Κατσίμπαλη (όπως και ο Σεφέρης). Υπήρξε συνδαιτυμόνας σε πολλές «κρασοκατανύξεις» (με πρωταγωνιστή τον Κατσίμπαλη) και συναναστρεφόταν με όλους αυτούς, όπως μαρτυρούν και οι έξι επιστολές του προς τον συνομήλικό του Καραντώνη, που δείχνουν τη φιλία τους και την εκτίμηση που τρέφει για τον γνωστό κριτικό. Θεωρεί ότι αυτός συνέβαλε στην καθιέρωση του Σεφέρη και του Ελύτη, και διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην απονομή σε αυτούς του βραβείου νομπέλ. Σε επιστολή του το 1963 ο Ευάγγελος γράφει χαρακτηριστικά: «Βέβαια τώρα θα βγουν πολλοί κοκόροι αλλά ο προφήτης του ποιητή ένας είναι». Διατηρούσε επίσης φιλικές σχέσεις με πολλούς ξένους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών στην Κύπρο, Αγγλία, Ελλάδα, Ιταλία, κλπ.